-
1 στυπτηρία
-
2 στυπτηρία
A astringent substances containing (a) alum or (b) ferrous sulphate ( χαλκῖτις (q.v.)), Hdt.2.180, freq. in Hp. (e.g. Ulc.14), Arist.HA 547a20, Mir. 842b22, PCair.Zen. 326bis 26 (iii B.C.), Ti.Locr.99d, Sor.1.50, Aret.CA 1.9, POxy.1429.4 (iii/iv A.D.), PHolm.1.4,7, al.II in Egypt, the alum monopoly, POxy.2116 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυπτηρία
-
3 χαλκίτης
-
4 χαλκίτης
χαλκίτης, ὁ, kupferhaltig; λίϑος, Kupferstein, Kupfererz; χαλκῖτις στυπτηρία, ein Vitriolerz, vielleicht roter Atramentstein
См. также в других словарях:
χαλκίτιδα — η / χαλκῑτις, ίτιδος, ΝΑ, γεν. και ίτεως Α ορυκτή στυπτηρία νεοελλ. (ενν. γη) μετάλλευμα χαλκού αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που περιέχει χαλκό 2. χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ῖτις / ίτιδα (πρβλ. ὀνυχ ῖτις)] … Dictionary of Greek